- αδρασκελίζω
- μετ.1) перешагивать, переступать; 2) идти большим шагом, широко шагать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδρασκελιά — αδρασκελίζω κ.λπ. βλ. δρασκελιά, δρασκελίζω κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + δρασκελιά, ίζω, κ.λπ.] … Dictionary of Greek
αδρασκελώ — και αδρασκελίζω βλ. δρασκελώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)